Μας τά ‘πανε, κανονικά, με δυο «υπερφλύαρες» κιθάρες και όχι, μόνο!
«Πες το με δυο κιθάρες», έλεγε η αφίσα της πρόσκλησης που βρήκα στο
ίντερνετ, το ίδιο έλεγε και η αφίσα που έφτασε σπίτι μου, κι ήταν λέει, για
μένα!
Τρελάθηκα! Δεν ξανά ‘γινε!
Προφανώς, ο Τάσος μου την έστειλε για να μάθω λεπτομέρειες, νομίζοντας ότι
δεν τις έμαθα.
Τι να σας πω, για την συγκίνηση…
Το θεώρησα μεγάλη τιμή.
Γύριζα γύρω – γύρω, δεν ήξερα που να την κρεμάσω, δεν βρήκα σημείο,
σκέφτηκα πως αφού δεν γίνεται να την κρεμάσω επάνω μου και να βγω στο δρόμο, (είναι
τρελό), την κράτησα, έτσι, με το λαστιχάκι, δίπλα στην στοίβα με τα χαρτιά μου
και δίπλα το ψωμί, (δεν έχω γραφείο, στην κουζίνα στριμώχνομαι), μέχρι να βρει
τον δρόμο της, δεν επείγει.
Επείγει όμως, η εκδήλωση, είχε ώρα έναρξης!
Όσο κι αν μ’ εκνευρίζουν τα προγράμματα, όσο κι αν σερνόμουνα από κρύωμα
αυτές τις μέρες, επήγα!
Και πεθαμένη να ήμουνα, θα επήγαινα!
Και δεν επήγα μόνη μου!
Επήγα με τον άντρα μου!
Τι όμορφο που είναι τελικά, να έχουν κοινά ενδιαφέροντα τα ζευγάρια!
Αν ευγνωμονώ για κάτι στον Τάσο, είναι αυτό!
Να ‘ναι ΚΑΛΑ, να ενώνει μουσικές, να ενώνει φωνές, να ενώνει αναμνήσεις, να
ενώνει ανθρώπους, να ενώνει στιγμές!
Χμ… Καλά είπα. Μη ξεχαστείς κι αρχίσεις με το εγώ σου, το ‘χασες το
«ρεπορτάζ»! Ήδη πήρες τον λάθος δρόμο. Πολλές οι λέξεις σου.
«Πες ότι κρίνετε η ζωή σου, Κατερίνα, έλεγα στον εαυτό μου χθες το βράδυ.
Μπες και γράψε, μόνο δυο φράσεις.»
Αδύνατον… Μετά την ψυχική ζεστασιά του εκεί, μου φαινόταν κατάψυξη ο
υπολογιστής. Και δεν μιλάω για την γενική παγωνιά που επικρατεί, και δεν έχω
σκεπάσει ακόμα, τις γαρδένιες μου.
Σχεδόν με βία, με επήγα (το ε, χάριν ειρωνίας) στο κρεβάτι μου. Πρώτη φορά,
μετά από καιρό, πήρα μπλοκάκι και στυλό, μαζί μου.
«Χάρη», είπα στον εαυτό μου. «Μόνο για ένα μικρό ξεμπλοκάρισμα… Να μπορέσω
να κοιμηθώ.»
Κι εκεί στα σκοτεινά, έπιασα στυλό, έπιασα το μπλοκ, «υποτροπιάζεις δικιά
μου», είπε η «βιαστής», τα πέταξα κάτω και … δεν κοιμήθηκα.
Το μυαλό που δεν μπορεί να το ελέγξει κανείς, ούτε να μετρήσει τις λέξεις
του, πήρε απ’ την αρχή το πρόγραμμα, σαν μια παλιά κασέτα, πάταγε παύσεις,
γρήγορο ή αργό, κράταγε, σημείωνε τα δυνατά, προσπερνούσε τα ασήμαντα, κι
ανθρώπινα μικρά, χαμογελούσε, δάκρυζε, ένα μαξιλάρι ξέρει μόνο, πόσες στροφές
έχει ένας ύπνος!
«Πότε κλαίνε;» ρώτησα όταν κατέβασα το τρεμάμενο χέρι που κατέγραφε η
μηχανή το: «σ’αγαπώ γιατί είσαι ωραία» και μια αγαπημένη γυναίκα (υπό σκιάν,
μαζί με τ’ αγαπημένο ταίρι της) μ’ έδειχνε με το δάχτυλο, στο «εσύ»!
…Δεν μ’ απάντησε, χαμογέλασε. Είχε κι εκείνη συγκινηθεί, όπως και ο
αγαπημένος της σύζυγος.
«Τώρα ή με την πρώτη ευκαιρία;» άκουσα σαν αντίλαλο την φωνή μου.
«Εδώ δεν κλαίνε. Τραγουδάνε.», είπα δυνατά και χαμογελάσαμε γλυκόπικρα,
όλοι.
Ναι, αυτό έκαναν χθες, δυο κιθάρες!
Ένωσαν φωνές, ταλαντούχες, γνωστές και άγνωστες, ελπιδοφόρες νεανικές, μαζί
με πολλές ατάλαντες των παρεών, μα έδεσε τόσο το γλυκό, με τον δυνατό
συγχρονισμό στα παλαμάκια και με οδηγό τον Τάσο, ακόμα και ο πιο δύσκολος ακροατής, ήταν
δύσκολο να φύγει νωρίς, ακόμα κι αν το υπολόγιζε!
Μα είναι δυνατόν, τόσος κόσμος σ’ ένα τόσο δα, μικρό μαγαζάκι;
Μα είναι δυνατόν, να κάθομαι όρθια και σα σαρδέλα, για ν’ ακούσω κλασσική
μουσική, σ’ ένα στενό γωνιακό μαγαζί του δρόμου;
Μα είναι δυνατόν, να κάθομαι σ’ ένα ψηλό σκαμπό, είμαι και κοντή, να κρατάω
μπουφάν, τσάντα και να προσπαθώ να καταγράψω στιγμές;
Ακόμα κι αν τα καταφέρω, πόσο θ’ αδικήσω αν τις δείξω;
Μα είναι δυνατόν, να χυθεί ένας χυμός, να παρεμβάλλει στις νότες και να
καταβρέξει μια ολόκληρη οικογένεια;
Δάγκωσα την γλώσσα μου.
Τι είχα εκστομίσει, στον διαμαρτυρόμενο για την στριμούρα, άντρα μου;
«Τον Τάσο κάποτε, θα πληρώνεις ακριβά για να τον ακούσεις, να μου το
θυμηθείς!»
Διακριτικά, σιωπηλά η οικογένεια, στέγνωνε …
Έβγαλαν μπουφάν, μα το κοριτσάκι αυτό, θα κρυώσει!
Είναι ελαφρά ντυμένο, σαν μπαλαρίνα!
Ε, ρε, κι όταν είδα την μπαλαρίνα να πιάνει το μικρόφωνο!
…Ήταν μια απ’ τις εκπλήξεις – τρίπλες, του Τάσου!
Χθες, «έπαιζε» μπάλα με την κιθάρα, ο άνθρωπος και με ό,τι αυτό
συνεπάγεται! Αν ήταν Αγώνας, δεν έχω «α» και δεν κατέχω να τον περιγράψω, αυτή
είναι η αλήθεια, γι’ αυτό το γυρίζω γύρω- γύρω, σαν το ζεμπέϊκικο που χθες δεν
έπαιξε, και νομίζω,εκεί μέσα, με
κάποιον τρόπο, όλοι μας «χορέψαμε»!
Μα είναι δυνατόν, να υπάρχει άδειο κρατούμενο τραπέζι, κι εμείς (έχουμε και
μια α’ ηλικία και ταλαιπώρια…) να στεκόμαστε, σαν πελεκάνοι σε μια γωνιά,
βλέποντας κάβα, κεφάλια και ταβάνι;
Μα ποιοι θα καθίσουν, τέλος πάντων, σ’ εκείνο το τραπέζι; Ώρες με βασάνιζε.
Κατέγραφα στιγμές και τραγούδι, όταν ο άντρας μου, κάτι μουρμούρισε.
«Σουτ! Μα είναι δυνατόν να μιλάς, όταν βιντεοσκοπώ; Τότε σε πιάνει;»
Μετά το χειροκρότημα, ρώτησα, έμαθα, γύρισα, είδα, σηκώθηκα, πήγα,
αγκάλιασα, συγκινήθηκα.
Ήταν δυο παλιοί φίλοι που τους αγαπούσα, (κι ας μην φαινόταν τελευταία) και
που θα τους αγαπάω, πάντα, γιατί ήταν, είναι και θα είναι, πάντα, «ωραίοι!»
Κάποιος να κάνει το «ρεπορτάζ», παρακαλώ, γιατί εγώ ήδη, με έχω απολύσει…
Έπρεπε να ξεβουλώσω τα παγωμένα λούκια μου, να ανοίξει ο ορίζοντας της
μέρας μου, πέρασε ήδη από 12 το μεσημέρι, έρχονται γιορτές, έρχεται τρέξιμο,
δουλειές, το χθες ήταν ευχαρίστησή μου, έχω ενθύμια και λέξεις και στιγμές, οι
αναμνήσεις είναι ήδη υπαρκτές, δεν ξεχνιούνται, να είμαστε καλά, σε δικό μου
χρόνο, θα έχω να λέω και να γράφω.
Όπως κατέχω, όπως νιώθω και μπορώ.
Εν ολίγοις:
Εύγε στο μαγαζί που κατάφερε και μας χώρεσε και που κάνει τέτοιες
εκδηλώσεις!
Την χωρητικότητα δεν την κάνουν τα τετραγωνικά, την αυξάνουν ή την μειώνουν
οι Καλλιτέχνες που φιλοξενούν.
«Εύγε» στον Τάσο, μ’ ένα μεγάλο «Συγγνώμη» που δεν τον ήξερα, τόσα χρόνια!
Ρώτησα τον άντρα μου, «αν ήταν κρυμμένος»!
Ωστόσο, τώρα που τον γνώρισα, νιώθωντας την «αξία» του, δεν θέλω να τον
«κατσιάσω».
Είδα, κι έδειξα.
Όσο μου κόβει, βέβαια…
Δεν μοιάζει, δεν είναι, δεν θυμίζει, είναι ο Τάσος και δεν γράφω το επίθετό
του, γιατί μου την έχει δώσει που το βρίσκω όλο και διαφορετικά γραμμένο, δεν
έχω μάθει ακόμα το σωστό, το βρίσκω άδικο για έναν Καλλιτέχνη, (να κυκλοφορεί
λάθος η «σφραγίδα» του) που δεν ανεβαίνει τώρα την μουσική σκάλα, είναι ήδη
ψηλά και διδάσκει και συνάμα, χαμηλώνει κεφάλι, για να φανούν άλλοι και κυρίως,
νέοι!
Για τέτοιο Ύψος, μιλάμε, μην τον ζηλέψετε κακώς, μόνο θαυμάστέ τον, είναι
τόσοι λίγοι αυτού του είδους οι Καλλιτέχνες πια, αγκαλιάστε τον, διδαχθείτε απ’
αυτόν!
Αν όλοι οι Καλλιτέχνες του Βόλου και Περιχώρων, ενώνονταν χέρι με χέρι, σαν
όλα τα παιδιά της γης… (βλέπε ποίημα)
Αυτά!
Υγ. Και τώρα; Θα…
Γιες! YES! Και
τώρα, θα τα δημοσιεύσω! Έτσι και πρόχειρα, σαν τα απαραίτητα υλικά που έχω γύρω
στο τραπέζι, καθυστερημένα για μαγείρεμα!
Τα βιντεάκια θέλουν ώρες και μόνο να αδειάσουν! Σκέψου να τα δω και ν’
ανεβούν!
Οι φακές βράζουν γρήγορα, μα θέλουν διάλεγμα κι αυτές, έχουν πετραδάκια!
Σαν τα πετραδάκια της ανάρτησης…
Έπρεπε να βγουν, είπαμε!
Υγ2. Υποπτεύομαι, το κείμενο, «απ’ την πόλη έρχομαι…»
Διορθώσεις γραμματικές, συντακτικές κ.λ.π. προσεχώς! Αν δεν τ' ανέβαζα έτσι και περίμενα την στιγμή μου, θα ήταν σα, να μην έζησα κάτι συγκλονιστικό, χθες! Και ήδη, άργησα, πολύ!
Ώρα, βράδυ! Έχω αγχωθεί με το πρόχειρο που "αέρισα", μα είμαι μαμά και συνάμα νοικοκυρά (υποτίθεται) και προέχουν οι "μουσαφιρέοι" μου! Σ'χωράτε!
Στα πεταχτά ρώτησα τον άντρα μου, που τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ απ' την κούραση και μου είπε: Ιωακειμίδης, γράφεται έτσι! Πρώτα το ει και μετά το ι! Γκε γκε;
Στην λέξη, δεν πολυκατάλαβε τις έννοιες μου. Στην αρχή είπε "χαφ", μετά "Μέσι", μετά "Οδηγός"! Ζητούσα διευκρινήσεις η άσχετη, μάλλον θα κρατήσω το "Οδηγός"! Έτσι κι αλιώς, ήταν Οδηγός της βραδιάς και του εύχομαι να γίνει και Οδηγός στα Μουσικά, γενικώς, του Βόλου!
Τα ξαναλέμε με την πρώτη ευκαιρία καθιστού τσιγάρου!
Έκανα μια πρώτη διόρθωση στο κείμενο, όκευ, ήταν αυθόρμητη, δεν θα ξαναεπέμβω πάλι, είναι η αρχή μου, άλλωστε, όπως είναι οι στιγμές που περνούν και δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε πίσω σ' αυτές, κάπως έτσι. Αν μπορούσα, ίσως να είχα γίνει και καλή συγγραφέας. Υπάρχει χώρος για νέες αναρτήσεις, άπειρος! Σ'χωράτε για την φλυαρία και ξημέρωσε η 22! Δεν περιμένει ντιπ! "ΚΑΛΕΣ ΜΑΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!"
Εδώ "χρωστάω", Προσεχώς! Όταν οι στιγμές μας γίνονται αναμνήσεις, θέλουν την δική τους ροή και νέα στιγμή. Να είμαστε ΚΑΛΑ και σε επόμενες! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε ΟΛΟΥΣ, μια και πέρασα από δω! Γιατί τελικά η ζωή, είναι και πέρασμα και κέρασμα!
Διορθώσεις γραμματικές, συντακτικές κ.λ.π. προσεχώς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν δεν τ' ανέβαζα έτσι και περίμενα την στιγμή μου, θα ήταν σα, να μην έζησα κάτι συγκλονιστικό, χθες!
Και ήδη, άργησα, πολύ!
Ώρα, βράδυ! Έχω αγχωθεί με το πρόχειρο που "αέρισα", μα είμαι μαμά και συνάμα νοικοκυρά (υποτίθεται) και προέχουν οι "μουσαφιρέοι" μου! Σ'χωράτε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτα πεταχτά ρώτησα τον άντρα μου, που τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ απ' την κούραση και μου είπε:
Ιωακειμίδης, γράφεται έτσι! Πρώτα το ει και μετά το ι! Γκε γκε;
Στην λέξη, δεν πολυκατάλαβε τις έννοιες μου. Στην αρχή είπε "χαφ", μετά "Μέσι", μετά "Οδηγός"!
Ζητούσα διευκρινήσεις η άσχετη, μάλλον θα κρατήσω το "Οδηγός"!
Έτσι κι αλιώς, ήταν Οδηγός της βραδιάς και του εύχομαι να γίνει και Οδηγός στα Μουσικά, γενικώς, του Βόλου!
Τα ξαναλέμε με την πρώτη ευκαιρία καθιστού τσιγάρου!
αλλιώς, φυσικά! Κεκτημένη ταχύτητα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈκανα μια πρώτη διόρθωση στο κείμενο, όκευ, ήταν αυθόρμητη, δεν θα ξαναεπέμβω πάλι, είναι η αρχή μου, άλλωστε, όπως είναι οι στιγμές που περνούν και δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε πίσω σ' αυτές, κάπως έτσι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν μπορούσα, ίσως να είχα γίνει και καλή συγγραφέας.
Υπάρχει χώρος για νέες αναρτήσεις, άπειρος!
Σ'χωράτε για την φλυαρία και ξημέρωσε η 22!
Δεν περιμένει ντιπ!
"ΚΑΛΕΣ ΜΑΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!"
Εδώ "χρωστάω", Προσεχώς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν οι στιγμές μας γίνονται αναμνήσεις, θέλουν την δική τους ροή και νέα στιγμή.
Να είμαστε ΚΑΛΑ και σε επόμενες!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε ΟΛΟΥΣ, μια και πέρασα από δω!
Γιατί τελικά η ζωή, είναι και πέρασμα και κέρασμα!