Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Ένα βιβλίο που αναδύει… άρωμα από γιασεμί - Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες - Χαρούλα Φράγκου


Ένα βιβλίο που αναδύει… άρωμα από γιασεμί

Τα βιώματα της παιδικής ηλικίας της Χαρούλας Ηλίας-Φράγκου στο Άσυλο Παιδιού Βόλου χρησιμοποιήθηκαν ως πρόπλασμα για το βιβλίο «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Πραγματικά γεγονότα από τη ζωή της βραβευμένης Βολιώτισσας ποιήτριας και συγγραφέα διανθίστηκαν με τέτοιον τρόπο που το πρώτο μυθιστόρημά της εξελίχθηκε σε μία μοναδική αναδρομή στον παλιό Βόλο. Θύμησες από τη δεκαετία του ’50 κι ύστερα «ζωντάνεψαν» μέσα στις σελίδες του βιβλίου και μοιάζουν να αναδύουν άρωμα από γιασεμί, όπως την εποχή εκείνη που οι ολάνθιστες γλάστρες στις αυλές των σπιτιών μοσχοβολούσαν. Δεν είναι τυχαίες οι εξαιρετικές κριτικές που έχει αποσπάσει το βιβλίο έως τώρα, με τη Χαρούλα Ηλία-Φράγκου να συμπαρασύρει τους αναγνώστες της σε ένα μεθυστικό ταξίδι στο παρελθόν του Βόλου.
Η Μυρσίνη, όπως ονόμασε τη μυθιστορηματική ηρωίδα της, πρωταγωνιστεί στα «Κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες». Ένας τίτλος ευρηματικός και συνάμα εύστοχος, με τη συγγραφέα να θυμάται τις χαρακτηριστικές λινές κορδέλες λευκού χρώματος που φορούσαν στο κεφάλι τους τα κορίτσια που φιλοξενούνταν στο Άσυλο Παιδιού Βόλου. «Εμπνεύστηκα αβίαστα τον τίτλο», εξομολογήθηκε η κ. Φράγκου και πρόσθεσε: «Πιστεύω όμως ότι ήταν αντιπροσωπευτικός. Τα κορίτσια φορούσαν τις λινές κορδέλες στο κεφάλι τους. Ήταν σήμα κατατεθέν του ασύλου».
Η λειτουργία του ασύλου ενέπνευσε τη συγγραφέα, η οποία τόνισε: «Το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης εκτυλίσσεται στο Άσυλο Παιδιού Βόλου, ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα με μεγάλη συνεισφορά στα δρώμενα της πόλης. Ιδρύθηκε το 1922 για να περιθάλψει τα παιδιά που βρέθηκαν εδώ με τη Μικρασιατική Καταστροφή και λειτούργησε μέχρι το 1991. Προπολεμικά βρέθηκαν πολλές Βολιώτισσες, οι οποίες προέρχονταν από τη λεγόμενη καλή κοινωνία και φρόντιζαν γι’ αυτά τα παιδιά, τα οποία ήταν ταλαιπωρημένα και βασανισμένα, δεν είχαν πού να μείνουν. Το άσυλο θεωρείται μάλιστα μία από τις πρώτες φεμινιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε μικτά, όταν στεγάστηκαν τα προσφυγόπουλα. Αργότερα το ίδρυμα φιλοξενούσε μόνο κορίτσια».

Πάντως, η συγγραφέας του βιβλίου έσπευσε να διαχωρίσει το Άσυλο Παιδιού Βόλου από τις Παιδουπόλεις που εμφανίστηκαν στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου σε πολλές γωνιές της Ελλάδας: «Υπήρχαν πολλές διαφορές. Το Άσυλο ήταν καθαρά φιλανθρωπικό ίδρυμα. Είχε διαφορετική δομή από τις Παιδουπόλεις που έγιναν μετεμφυλιακά με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης. Ήταν σε καλύτερη μοίρα τα παιδιά του Ασύλου».
Στη συνέχεια η κ. Φράγκου θυμήθηκε τα χρόνια που έζησε και η ίδια εκεί: «Βρέθηκα κάποια χρόνια να κατοικώ μέσα στο άσυλο. Για πέντε χρόνια υπήρξα φιλοξενούμενη στις εγκαταστάσεις. Για την ακρίβεια το διάστημα 1957-’62 εργάστηκε εκεί η μητέρα μου και φιλοξενήθηκα κι εγώ. Πριν από 60 χρόνια ακριβώς στο άσυλο στεγάζονταν 49 κορίτσια. Εκείνη την περίοδο πέθανε ο πατέρας μου, ενώ επειδή η οικογένειά μας υπέστη οικονομική καταστροφή, αναγκάστηκε η μητέρα μου να δουλέψει».
Πέρα όμως από τις αναμνήσεις που ανέσυρε, προσέτρεξε σε ιστορικές πηγές, αλλά και μαρτυρίες άλλων τροφίμων του ασύλου: «Μίλησα με πολλές κοπέλες που ήταν στο ίδρυμα. Τώρα έχουν τις δικές τους οικογένειες. Με παιδιά σπουδαγμένα και οι ίδιες είναι καταξιωμένες στην κοινωνία του Βόλου. Αυτές μου εμπιστεύθηκαν αρκετές ιστορίες. Πολλές τις θυμόμουν ακόμη κι εγώ. Έχω καλό μνημονικό. Επίσης, έκανα έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Έψαξα στοιχεία για την ίδρυση του Ασύλου και τη μετέπειτα πορεία του. Βρήκα για παράδειγμα τους λόγους που εκφωνήθηκαν στα εγκαίνια του 1957, όταν μεταφέρθηκε στη «Λεύκα». Έχω επίσης τον τελευταίο λόγο της παράδοσης του ιδρύματος. Το 1991 έκλεισε, αφού είχαν μείνει μόνο πέντε κορίτσια και το ’96 παραδόθηκαν τα κλειδιά επί δημαρχίας Πιτσιώρη».
Η συγγραφή του μυθιστορήματος άρχισε πριν από πολλά χρόνια, με την κ. Φράγκου να αναφέρει: «Το 2006 ξεκίνησα να το γράφω. Το τέλειωσα αρκετά χρόνια μετά. Για την ακρίβεια το 2011. Τότε πήρε την τελική του μορφή για να εκδοθεί. Στην αρχή δεν είχα πρόθεση να το δημοσιεύσω. Ήταν μία δύσκολη εποχή της ζωής μου εκείνη και σκέφτηκα να γυρίσω στα παλιά για να αποφορτιστώ. Μετά τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια, αποφάσισα πως άξιζε τον κόπο να ασχοληθώ περισσότερο και να το ψάξω παραπέρα. Έτσι βγήκε προς τα έξω, με την ελπίδα να βάλω κι εγώ ένα λιθαράκι στην ιστορία του Βόλου».
Το οδοιπορικό μνήμης που επιχείρησε, γέμισε με νοσταλγία τη Χαρούλα Ηλία-Φράγκου, η οποία μνημόνευσε τη ζωή στον Βόλο τη δεκαετία του ’50, ενώ επανέλαβε και την αγάπη της για τον τόπο που μεγάλωσε: «Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Είχε ανεργία φοβερή, φτώχεια μεγάλη και αρκετοί μετανάστευαν. Ειδικά από το 1960-’62 και μετά έφυγαν πολλοί για έξω. Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, Καναδά. Πολλά παιδιά μέσα στο Άσυλο είχαν γονείς που ζούσαν στο εξωτερικό. Όμως ήθελαν τα παιδιά τους να είναι σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Ένα παιδί όταν ξεριζώνεται από το σπίτι του, είναι τραγικό. Όμως, μέσα από το άσυλο βγήκαν παιδιά που πρόκοψαν. Κάπου γράφω ότι γεννήθηκα για να ζήσω και να πεθάνω σ’ ετούτη την πόλη. Λατρεύω τις γειτονιές του, τους ανθρώπους του. Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια. Μου λείπει εκείνη η εποχή. Ήταν εκείνα τα όμορφα νεοκλασικά κτίρια. Οι λουλουδιασμένες αυλές, τα γιασεμιά. Θυμάμαι στην παραλία τους κινηματογράφους. Τον «Ορφέα», τη «Θέτιδα», το «Σινέ Κύματα». Είχε ένα πελώριο γιασεμί. Μοσχοβολούσε όλο το καλοκαίρι. Πάντα ανθισμένο το θυμάμαι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου