Η Ελλάδα μιας άλλης εποχής.
Για κάθε τι που γίνονταν, κάτι είχε να πει η γιαγιά. Τίποτα δεν άφηνε αξόμπλιαστο.
-«Ο Mήτρακας είναι τυχερός άνθρωπος».
-«Γιατί γιαγιά;»
-«Έχει δόντια αριά, γιαυτό ».
Άμα σ’ έπιανε λόξιγκας, έλεγε: «Κάποιος τώρα σι αναφέρνει». Σφύριζε το δεξί σου αυτί;
 «Θάχ’ς γλήγουρα καλά μαντάτα ». Είχες φαγούρα στο δεξιό χέρι; « Ζγούρι, λεφτά θα πάρ’ς ». 
Φταρνίστηκες;
«Γειας κι αλήθεια λέμι». Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια; «Α, σε καλό να μας βγουν». Ανυφαντής 
κοντά σου; «Μουσαφίρη θα ‘χουμε». Δεν έπεσε το χιόνι άπ’ τα κλαριά; «Καρτεράτε κι άλλο». 
Μαύρο το καράβι στη κότα; «Μμμ, κακό θα μας βρει». Είδες στο όνειρο θολό νερό; 
«Στεναχώρια θα πάρ’ς». Έτρωγες γλυκά; «Σικλέτια θα έχ’ς». Είδες ψάρια; «Λαχτάρα περίμενε».
Έλεγε και έλεγε η γιαγιά ως το βράδυ ένα σωρό σοφίες. Αναλφάβητη ήταν, αγράμματη, ούτε την 
πρώτη Δημοτικού δεν έβγαλε, αλλά μου εξιστορούσε ώρες ολόκληρες τις περιπέτειες του Οδυσσέα
 και τα κατορθώματα του Ηρακλή. Πού στα κομμάτια τα έμαθε; Ταυτόχρονα έκανε κ’ ένα κάρο 
δουλίτσες πότε καθαρίζοντας το ρύζι άπ’ τις πετρούλες και τα τριμματάκια, πότε ξεδιαλέγοντας 
τα γκρινάκια άπ’ τα αρβίθια κιάπ’ τα άλλα μπουμπόλια, πότες ξεσπορώντας ρόκες και ρόιδια.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΝΗΜΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ