Αυτή που όλοι αποκαλούν «η τελευταία ρεμπέτισσα της Ελλάδας», η Σωτηρία Μπέλλου με την ανδροπρεπή εμφάνιση και την βαριά στιβαρή φωνή, έζησε μία ζωή κουρασμένη σαν τις ιστορίες που ερμήνευσε στα τραγούδια της.
Τα φωνητικά της προσόντα έγιναν από πολύ νωρίς αντιληπτά μέσα από την ενασχόληση με την εκκλησία της μικρής κοινωνίας μέσα στην οποία μεγάλωνε. Η Μπέλλου γεννήθηκε στη Χαλκίδα, παιδί μίας φτωχής οικογένειας μπακάληδων που ανατράφηκε από τους παππούδες της, καθώς οι γονείς της δούλευαν πάρα πολλές ώρες. Έτσι η μικρή Σωτηρία περνούσε ατελείωτο χρόνο στην εκκλησία (ο παππούς της ήταν ιερέας) ψέλνοντας ή χτυπώντας την καμπάνα.


Η Μπέλου σε νεαρή ηλικία

Η ίδια είχε κάποτε περιγράψει τον εαυτό της ως ένα «εξαιρετικά ατίθασο πλάσμα», ένα «πραγματικό διαβολάκι» κάτι που φάνηκε σε ολόκληρο το μεγαλείο του και από την μετέπειτα ζωή της. Πράγματι, η Σωτηρία Μπέλλου, παρότι γυναίκα, ήταν ένας αληθινός μάγκας ρεμπέτης της εποχής της.Πίσω από την ήδη γνωστή ταραχώδη ζωή της υπάρχει μία ιστορία, όχι ευρέως διαδεδομένη, η οποία έμελλε να την στιγματίσει βαθιά για όλα της τα χρόνια.
Ήταν 1938 όταν η Μπέλλου, 18 χρόνων ακόμα, γνώρισε ένα νεαρό ελεγκτή εισιτηρίων σε λεωφορείο, ο οποίος την φλέρταρε και στο τέλος την κατέκτησε. Οι δυο τους παντρεύτηκαν λίγους μήνες μετά με τον έγγαμο βίο τους να εξελίσσεται όσο περνούσε ο καιρός σε ένα τεράστιο μαρτύριο.
Το πάθος ανάμεσα τους εξελίχθηκε σε αρρώστια όταν ο Βαγγέλης Τριμούρας (όπως ήταν το όνομα της συζύγου της Μπέλλου) άρχισε αν μένει σε καθημερινή βάση μέχρι πολύ αργά έξω από το σπίτι και να πίνει μέχρι τελικής πτώσεως. Κάθε φορά που η Σωτηρία του έκανε παράπονα για τη συμπεριφορά του εκείνος γινόταν εξαιρετικά επιθετικός και από ένα σημείο και μετά άρχισε να την χτυπάει πολύ άγρια. 


Με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1973

Οι καυγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν υπερβολικά συχνοί και όλοι στη γειτονιά ήξεραν για την σκοτεινή ενδοοικογενειακή ζωή τους. Ένα βράδυ όταν ο σύζυγος, εντελώς μεθυσμένος επέστρεψε στο σπίτι και ξυλοκόπισε άσχημα την Μπέλλου που τότε ήταν 5 μήνων έγκυος. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με αιμορραγία όπου διαπιστώθηκε ότι είχε χάσει το παιδί.
Ακόμα και μετά από αυτό το άγριο περιστατικό. όμως, η Μπέλλου δεν έπαιρνε την απόφαση να χωρίσει. Το ποτήρι ξεχείλισε τελικά λίγο καιρό αργότερα όταν ανακάλυψε ότι ο άντρας της την απατούσε. Εκείνη τη νύχτα εν μέσω ενός τρομερού καυγά άρπαξε ένα μπιτόνι με βιτριόλι και του το πέταξε στο πρόσωπο. Λίγο αργότερα στο σπίτι εμφανίστηκαν αστυνομικοί που την συνέλαβαν και την οδήγησαν στο δικαστήριο. Η αρχική ποινή ήταν 3 χρόνια φυλάκιση, αλλά τελικά έμεινε κρατούμενη έξι μήνες. Ωστόσο αυτή η περίοδος την στιγμάτησε αναπανόρθωτα. Βγαίνοντας από την φυλακή επέστρεψε στο πατρικό της, δακτυλοδεικτούμενη τόσο από την οικογένεια της όσο και από ολόκληρη την τοπική κοινωνία.
Τα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα της Κατοχής  η Μπέλλου έφυγε, τελικά, από το σπίτι με προορισμό την Aθήνα, που βρισκόταν σε πολεμικό συναγερμό από την Ιταλική εισβολή στην ελληνο-αλβανική μεθόριο. «Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή», είπε στους δικούς της. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.