Την βαρύτητα αυτής της λέξης, την νιώθω εδώ και χρόνια και ήθελα να ψάξω την ετυμολογία της.
Την ένιωθα έντονα στο χωριό μου και αλλού.
ΜΕΓΑρίζω, ήταν!
Πόσο άλλαξε;
***
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγαρίζω < αρχαία ελληνική μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)
Ρήμα[επεξεργασία]
μαγαρίζω
- (μεταβατικό) λερώνω, μολύνω
- (μεταβατικό) μολύνω, βεβηλώνω, μιαίνω
- (αμετάβατο) λερώνομαι
- (αμετάβατο) μολύνομαι, μιαίνομαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου