(Κάτσε, πατέρα, να ξεκουραστείς!)
"Χρόνια Πολλά", να χαίρεστε τους πατεράδες σας!
Και σε όσους μας Λείπουν, να ζήσουμε να τους θυμόμαστε!
Το παρακάτω ποίημα, το πέτυχα πρώτο.
Χίλια να έβρισκα, θα το ξεχώριζα!
"Χρόνια Πολλά", να χαίρεστε τους πατεράδες σας!
Και σε όσους μας Λείπουν, να ζήσουμε να τους θυμόμαστε!
Το παρακάτω ποίημα, το πέτυχα πρώτο.
Χίλια να έβρισκα, θα το ξεχώριζα!
Η ΙΣΟΠΑΛΗ ΠΑΡΤΙΔΑ
Του πατέρα
Όλη η ζωή του, μια παρτίδα σκάκι
και λίγο πριν πεθάνει – ισοπαλία
έγραφε το κομπιούτερ. Σε λιγάκι
πέρασε απλά προς την ανυπαρξία.
και λίγο πριν πεθάνει – ισοπαλία
έγραφε το κομπιούτερ. Σε λιγάκι
πέρασε απλά προς την ανυπαρξία.
Και μ’ έμαθε και παίξαμε παρτίδες,
πολλές – νικούσε εκείνος στην αρχή
(οι λεπτεπίλεπτες δεν ξέραν δεσποινίδες
- μα ούτε κι εγώ – πως παίζετ’ η ζωή…)
πολλές – νικούσε εκείνος στην αρχή
(οι λεπτεπίλεπτες δεν ξέραν δεσποινίδες
- μα ούτε κι εγώ – πως παίζετ’ η ζωή…)
Μετά όμως είχα μάθει τις κινήσεις,
τ’ ανοίγματα, τη σκέψη του από πριν -
περίμενα: “πατέρα, δεν θα κλείσεις
την άμυνά σου; - για φυλάξου, μην…”
τ’ ανοίγματα, τη σκέψη του από πριν -
περίμενα: “πατέρα, δεν θα κλείσεις
την άμυνά σου; - για φυλάξου, μην…”
(…μην σε νικήσω…) πάντοτε σκεφτόμουν –
μα ήταν νωρίς, και κέρδιζε ολοένα.
Έπεφταν τα κομμάτια… και φοβόμουν
μαζί μ’ αυτά πως θα ’χανα κι εμένα.
μα ήταν νωρίς, και κέρδιζε ολοένα.
Έπεφταν τα κομμάτια… και φοβόμουν
μαζί μ’ αυτά πως θα ’χανα κι εμένα.
Κι αργότερα, του πήρα ισοπαλία.
Έλεγε: “μόνοι αξίζουν οι γιατροί” -
κι αντί άλλα να γυρέψω εγώ πτυχία,
ολόισια πήγα στην Ιατρική.
Έλεγε: “μόνοι αξίζουν οι γιατροί” -
κι αντί άλλα να γυρέψω εγώ πτυχία,
ολόισια πήγα στην Ιατρική.
“Να βγάλω να σου δώσω την καρδιά μου”
μου είπε, “σ’ αγαπώ” – πρώτη φορά -
σαν πέρασα όλα τα μαθήματά μου
(κι Ανατομία), λίγο πριν τα δεκαεννιά.
μου είπε, “σ’ αγαπώ” – πρώτη φορά -
σαν πέρασα όλα τα μαθήματά μου
(κι Ανατομία), λίγο πριν τα δεκαεννιά.
Με το πτυχίο πια είχα ισοφαρίσει:
“τώρα είμαστε συνάδερφοι, γιατροί”.
Τον μελετούσα ακόμη – εν κινήσει
σαν πιόνι, που βασίλισσα θα βγει.
“τώρα είμαστε συνάδερφοι, γιατροί”.
Τον μελετούσα ακόμη – εν κινήσει
σαν πιόνι, που βασίλισσα θα βγει.
Δειλά, άρχισα να κάνω τα δικά μου –
παντρεύτηκα, με άντρα στα καράβια
κι έβγαλα σε βιβλίο τα ποιήματά μου –
και μ’ άφηνε, σχεδόν με κάποια ευλάβεια,
παντρεύτηκα, με άντρα στα καράβια
κι έβγαλα σε βιβλίο τα ποιήματά μου –
και μ’ άφηνε, σχεδόν με κάποια ευλάβεια,
παρτίδες να κερδίζω (ή έτσι θαρρούσα),
γιατί ήξερε πως ήδη είχε κινήσει
γι’ αλλού, και τζάμπα πια τον πολεμούσα.
Το έργο της είχε αναλάβει η φύση.
γιατί ήξερε πως ήδη είχε κινήσει
γι’ αλλού, και τζάμπα πια τον πολεμούσα.
Το έργο της είχε αναλάβει η φύση.
Τη μέρα διάλεξε, ακριβώς των γενεθλίων
(ναι, των δικών μου), για την τελευταία
που παίξαμε παρτίδα - των αθλίων
κινήσεων, που γνωρίζαμε τι ωραία:
(ναι, των δικών μου), για την τελευταία
που παίξαμε παρτίδα - των αθλίων
κινήσεων, που γνωρίζαμε τι ωραία:
Με την αδύναμη πνοή του, το κεράκι
της τούρτας μου έσβησε, στ’ αλήθεια, νοερά –
κι έγινα πάλι, πάντα, κοριτσάκι,
αλλά η παρτίδα ανόητη έμοιαζε πια.
της τούρτας μου έσβησε, στ’ αλήθεια, νοερά –
κι έγινα πάλι, πάντα, κοριτσάκι,
αλλά η παρτίδα ανόητη έμοιαζε πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου