Η «Μαγνησία στο Πέρασμα του Χρόνου» παρουσίασε σπάνιο υλικό από το θρυλικό μαγαζί της Σώταινας
H FB page «Η Μαγνησία στο πέρασμα του Χρόνου» παρουσίασε ένα σπάνιο υλικό από το θρυλικό μαγαζί της Σώταινας στο Βόλο (Χατζηαργύρη μεταξύ Δημητριάδος και Ιάσονος). Tο κείμενο είναι από το βιβλίο «Αντάμωμα ψυχών» του Ανδρέα Χριστοδούλου και εντοπίστηκε από τον Θανάση Γέρμανο. H φωτογραφία είναι του Μιχάλη Πόρναλη και εμφανίστηκε στο Εν Βόλω τεύχος 17, σελ. 62.
——————————–
Η ταβέρνα ήταν βαμμένη εξωτερικά, με μπλε λαδομπογιά. Ταμπέλα δεν είχε. Τζάμια δεν είχε. Με τον καιρό, όταν έσπαγε κανένα τζάμι, αντικαθίστατο με κάποιο κόντρα – πλακέ, βαμμένο κι αυτό με λαδομπογιά, στο χρώμα που αναφέραμε. Ταβέρνα, τρόπος του λέγειν … Τα λίγα αντικείμενα, που υπήρχαν στο εσωτερικό, ήταν τα εξής: Τρία τετράγωνα τραπέζια, καλυμμένα επάνω με κάτι λιγδιασμένα τραπεζομάντιλα, που είχαν παραστάσεις από διάφορα φρούτα. Από τη μεριά του μακρύ τοίχου, υπήρχε ένα μακρόστενο κοντό ψυγείο με βιτρίνα, παλιάς τεχνολογίας, βρώμικο και λιγδιασμένο. Μέσα στο ψυγείο αυτό, δεν υπήρχε τίποτα το φαγώσιμο.
Το μαγαζί, διέθετε λίγα αναψυκτικά, αλλά ήταν εκτός ψυγείου, γιατί εκείνο ήταν από καιρό εκτός λειτουργίας. Στο πίσω μέρος, στη γωνία που σχημάτιζαν οι δύο τοίχου, υπήρχε ένα «τζου-μπόξ». Πρέπει να πούμε, ότι κι αυτό, είχε τη λίγδα του. Δύο κάδρα, φτηνές αναπαραγωγές (ρεπροτεξιόν), έργων μεγάλων ζωγράφων, διακοσμούσαν τούς κιτρινισμένους από την τσιγαρίλα, τοίχους. Το ένα ήταν ακριβώς πάνω από το μακρύ ψυγείο, και απεικόνιζε ένα ναυτικό, με το στοφόδες βλέμμα του – που σε κοιτούσε σαν να γύρισε όλες τις θάλασσες του κόσμου – και το τσιμπούκι του. Στον άλλο τοίχο, έστεκε κιτρινισμένη η Τζογκόντα του Ντα Βίτσι. Σ’ ένα σημείο το κάδρο αυτό, παρουσίαζε ένα φούσκωμα, ίσως από την υγρασία. Το περιβάλλον αυτό, με όλα τα αντικείμενα λιγδωμένα – από τα τραπέζια και τις καρέκλες, μέχρι και το νταβάνι – δεν θα σου δημιουργούσε καμία μεγάλη κακοδιαθεσία, να θέλεις να φύγεις από εκεί μέσα.
Αν όμως δεν υπήρχε – στο μεταξύ -, ένας άλλος λόγος πιο σοβαρός, που θα μπορούσε να δημιουργήσει σε κάποιον (με μια – ας πούμε – λεπτή κι ευαίσθητη μύτη) μία δυσάρεστη διάθεση . . Από τα σπλάχνα τον μαγαζιού, αναδύονταν μια ανυπόφορη μπόχα … Η δυσοσμία αυτή είχε μια αιτία, πολύ συγκεκριμένη . . . Θα μπορούσε την αιτία της, να την εξηγήσει κάποιος που διέθετε βλέμμα παρατηρητικό και λίγο αδιάκριτο! … Αν παρατηρούσε κάποια από τις γάτες του μαγαζιού . . . σε κάποια ιδιαίτερη στιγμή της . . . Η ιδιοκτήτρια είχε καμιά μισή ντουζίνα γάτες, κι επειδή τις αγαπούσε πολύ, τις έκλεινε πάντα μέσα. ‘Έτσι ήταν φυσικό επακόλουθο αυτές, πάνω στην ανάγκη τους, να μετατρέψουν τον επάνω χώρο, του παταριού, σε τουαλέτα .
Η ιδιοκτήτρια ήταν μια γριά, με κάτι ξέπλεκα, ασπρόξανθα μαλλιά. Η εμφάνισή της, ο τρόπος και τα φερσίματά της, σαν έδιναν την εντύπωση (που σου άφηνε μια γλυκιά ανάμνηση) μιας μάγισσας! . . . Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, και όταν σέρβιρε τ’ αναψυκτικά, μετά καθόταν μακριά μόνη της σε μια γωνιά. Ο άντρας της είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Τότε η ταβέρνα αυτή, ήταν στις δόξες της! ‘Όποιος διαβάτης περνούσε τότε απ’ έξω, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, άκουγε όλο τραγούδια και φωνές.
Γι’ αυτήν την ταβέρνα, μιλούσαν τότε, πολύ άσχημα … Μιλούσαν ακόμη και για μαχαιρώματα … Τέτοια φήμη είχε αποκτήσει με τον καιρό, το στέκι του Σώτου. Ήταν αλήθεια όλ’ αυτά; ‘Ηταν αλήθεια ότι ήταν το στέκι αυτού που λέγονταν υπόκοσμος; .. . . ‘Ήταν υπερβολές; ‘Ηταν συκοφαντίες της «καθώς πρέπει» κοινωνίας μας; Ποιος ξέρει; . . . Πάντως το σίγουρο είναι ένα. ‘Ότι ο διπλοπρόσωπος μικρομπουρζουάς (λίγο πριν καθιερωθεί στην τάξη στην οποία ανήκει – στην τάξη των μικρών μπουρζουάδων) θέλει να γνωρίζει, την προστυχιά του κόσμου μας . . . Να την μεταφέρει αυτός – να την μεταλαμπαδέψει – και στους άλλους. Ν’ αλητέψει … και λίγο, όπως θα λέγαμε απλά! Να γνωρίσει όλες τις μικρές και μεγάλες παρανομίες τον τόπού του. Να φχαριστηθεί, να ηδονιστεί, κι έτσι πού στο τέλος να πει: «Α! Τώρα τα γνώρισα όλα, τώρα μπορώ να αποχωριστώ και να γίνω ο καλός πολίτης αυτής της χώρας. Ο έντιμος, ο υπεράνω πάσης υποψίας!». Κι η φύση του είναι τέτοια, που αν είναι παντρεμένος, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την γυναίκα του. Που νομίζει τότε ότι φταίει εκείνη, ότι έχει κάποιο πρόβλημα η ίδια, και είναι ψυχρή … και έχει ίσως ενοχές και τα έχει με τον εαυτό της! Αν μια γυναίκα πάρει, κάποιον τέτοιον άντρα, τότε είναι καμένη από χέρι! … Αυτό ήταν το μαγαζί του Σώτου. ‘Ενα μαγαζί, που οι άλλοι ‘πέρναν και δεν `δίναν .. .
Οι θαμώνες του μαγαζιού, εκείνη τη στιγμή ήταν τρία άτομα. Ο ένας ήταν κάποιος, χρόνια τρόφιμος ενός ψυχιατρείου. Είχε βγει έξω για λίγες μέρες. (Ηταν παραμονή Χριστουγέννων). Το ψυχιατρείο που πήγαινε είχε μια φήμη …Οτι χειροτέρευε επίτηδες τους ασθενείς! ‘Οταν ήσουν ασφαλισμένος ή είχες κάποια σύνταξη δεν έβγαινες από μέσα ποτέ … Αν ήσουν ανασφάλιστος και άπορος γινόσουν γρήγορα καλά και έφεύγες .. . Συνέβη πρόσφατα και το άλλο. Μια κοπέλα αγάπησε πολύ, αγάπησε με όλη τη δύναμη της καρδιάς της. Η αγάπη όμως την πρόδωσε, ερωτική απογοήτευση, μελαγχολία …, όπως λέμε απλοϊκά. Οι δικοί της την πήγαν στην κλινική εκείνη. Μετά από ένα ηλεκτροσόκ και κάποια φάρμακα (και τα ηλεκτροσόκ δεν είναι πιο βαριά, από τη φαρμακολογία . . .), η καρδιά της δεν άντεξε, όταν την πήγαν σπίτι, σταμάτησε. Ο έρωτας την έστειλε πεσχέσι στο γιατρό, κι εκείνος την εκδικήθηκε … που αγάπησε τόσο πολύ, την έστειλε ραντεβού με το Χάροντα! . . . Κι ήταν μόνο 20 ετών, κι ήταν σαν τα κρύα τα νερά.
Εκείνος ο θαμώνας λοιπόν, ανήκε στην πρώτη περίπτωση, ήταν ασφαλισμένος δηλαδή, και είχε και μια μικρή αναπηρική σύνταξη. Δεν ήταν άπορος. Τον `λέγαν Θύμιο. Είχε πρόσωπο κόκκινο. Ανέπνεε, ξεφυσώντας τον αέρα με δύναμη, από το ανοιχτό του στόμα, κάνοντας ένα θόρυβο, σαν ένας φυσητήρας … Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Κάπνιζε σαν φουγάρο και άναβε το ένα τσιγάρο, μετά το άλλο. Το βλέμμα του, ήταν χαμένο και μελαγχολικό, σαν να κοιτούσε κάποιες σκιές, κάπου στο υπερπέραν. Έλεγε πολλές φορές ακαταλαβίστικες φράσεις (τον τελευταίο καιρό όλο και πύκνωναν, αυτές οι ακαταλαβίστικες φράσεις), και μερικές φορές πιο λογικές. Πριν μερικά χρόνια δούλευε στα καράβια, μετά σε κάποιον αλευρόμυλο, μετά αρρώστησε . . . Στα καράβια είδε μια μέρα, μπρος στα μάτια του, να τραβούν μαχαίρι. Από το τράβηγμα των τσουβαλιών στον αλευρόμυλο, τα χέρια τον είχαν σκληρύνει στους καρπούς, είχαν βγάλει ρόζους. Είχε μια ευαίσθητη και καλή καρδιά, δεν είχε καμιά σχέση, με τον άνθρωπο τον υποκόσμου. Η καρδιά τον αυτή, τα βιώματά του, η σύγκρουσή της με άλλους ανθρώπους παγερούς, τον περιέφεραν στην κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν σήμερα.
–Υπάρχει Θεός; . . . ρωτούσε συνεχώς, Υπάρχει κόλαση; . . ., Υπάρχει παράδεισος; Θα πάω στην κόλαση; …
Είχε μια ιδιαίτερη εμμονή, στις παραπάνω αυτές, τρεις λέξεις… Ρωτούσε πάντα, τα ίδια ακριβώς πράγματα, μέχρι που τον βαριόταν ο διπλανός του, και προσπαθούσε -μέχρι εκεί που είχε κι αυτός υπομονή – να τον κάνει ν’ αλλάξει συζήτηση. Σήμερα που βγήκε έξω, μετά από τόσους μήνες ξανά, έκανε μια βόλτα. Τα καφενεία δεν τον ήθελαν και τα καλά μαγαζιά της παραλίας τον `δίώξαν «φύγε, δεν κάνεις για δω», τον είπαν. Όταν πήγε σ’ ένα τυροπιτάδικο να πάρει μια τυρόπιτα γιατί πείνασε, έκατσε λίγο να χαζέψει ένα ηλίθιο σήριαλ στην τηλεόραση που προβάλλονταν καθημερινά εδώ και πολλά χρόνια! ‘Ενιωσε μάλιστα μέσα τον μια κρυφή ευτυχία και χαμογέλασε μόνος με τον εαυτό του, με αφέλεια παιδική. Ο καταστηματάρχης μόλις είδε την όψη του, παίρνοντας ένα ύφος βλοσυρό, έτρεξε και του είπε: -Εδώ δεν είναι να καθόμαστε για πολύ . . ., την τυρόπιτα και .. Ντροπιασμένος, πιο πολύ πικραμένος από την κακία των ανθρώπων, μια κακία πού δε μπορούσε να χωρέσει η φτωχή του η καρδιά (μερικές φορές έλεγε: «πονάω εδώ» και έδειχνε με το δάχτυλό τον το σημείο της καρδιάς . . .), περπάτησε (ή καλύτερα έσυρε τα πόδια του) «στα χαμένα …» όπως πολλές φορές έλεγε. Και οι γιατροί όλο και να εκμεταλλεύονται αυτή του την ευαισθησία (και την άγνοιά του, πάνω στα γενεσιουργά αίτια της αρρώστιας του, αποτέλεσμα έλλειψης μόρφωσης) και να του δίνουν όλο και περισσότερα χάπια!
Είχε μια ιδιαίτερη εμμονή, στις παραπάνω αυτές, τρεις λέξεις… Ρωτούσε πάντα, τα ίδια ακριβώς πράγματα, μέχρι που τον βαριόταν ο διπλανός του, και προσπαθούσε -μέχρι εκεί που είχε κι αυτός υπομονή – να τον κάνει ν’ αλλάξει συζήτηση. Σήμερα που βγήκε έξω, μετά από τόσους μήνες ξανά, έκανε μια βόλτα. Τα καφενεία δεν τον ήθελαν και τα καλά μαγαζιά της παραλίας τον `δίώξαν «φύγε, δεν κάνεις για δω», τον είπαν. Όταν πήγε σ’ ένα τυροπιτάδικο να πάρει μια τυρόπιτα γιατί πείνασε, έκατσε λίγο να χαζέψει ένα ηλίθιο σήριαλ στην τηλεόραση που προβάλλονταν καθημερινά εδώ και πολλά χρόνια! ‘Ενιωσε μάλιστα μέσα τον μια κρυφή ευτυχία και χαμογέλασε μόνος με τον εαυτό του, με αφέλεια παιδική. Ο καταστηματάρχης μόλις είδε την όψη του, παίρνοντας ένα ύφος βλοσυρό, έτρεξε και του είπε: -Εδώ δεν είναι να καθόμαστε για πολύ . . ., την τυρόπιτα και .. Ντροπιασμένος, πιο πολύ πικραμένος από την κακία των ανθρώπων, μια κακία πού δε μπορούσε να χωρέσει η φτωχή του η καρδιά (μερικές φορές έλεγε: «πονάω εδώ» και έδειχνε με το δάχτυλό τον το σημείο της καρδιάς . . .), περπάτησε (ή καλύτερα έσυρε τα πόδια του) «στα χαμένα …» όπως πολλές φορές έλεγε. Και οι γιατροί όλο και να εκμεταλλεύονται αυτή του την ευαισθησία (και την άγνοιά του, πάνω στα γενεσιουργά αίτια της αρρώστιας του, αποτέλεσμα έλλειψης μόρφωσης) και να του δίνουν όλο και περισσότερα χάπια!
‘Ετσι περπατώντας έφτασε ως το μαγαζί της Σώταινας. Εκεί τουλάχιστον κανένας δεν θα τον παρατηρούσε, εκεί δέχονταν τους ανθρώπους όπως ακριβώς ήταν! ………….. -‘Ωστε πέθανε; . . . ακούστηκε να λέει σε μια στιγμή ο Θύμιος. -Ναι πέθανε, έχει μερικές μέρες . . είπε ο διπλανός του. Την βρήκαν παγωμένη το πρωί στο πάρκο .. . Δεν έτρωγε κι είχε μείνει τριάντα οκτώ κιλά! .. . -Η Δέσποινα πέθανε … τελευταία δεν μπορούσε ούτε να δουλέψει …, είπε και η αδελφή του. Δεν έτρωγε, `κλείσαν όλα μέσα της. ‘Οσο για τον ύπνο, δεν είχε που να κοιμηθεί τα βράδια, και κοιμόταν στα πάρκα. Αν έβρισκε κανέναν να τη λυπηθεί και να την βάλει σε κανένα σπίτι ή σε καμιά αποθήκη, είχε καλώς, αλλιώς .. . -Ωστε πέθανε η καημένη, είπε ο Θύμιος, … αυτή η ωραία κοπέλα . . . Υπάρχει Θεός; . . ., υπάρχει παράδεισος; . . ., υπάρχει κόλαση; . . . Θα καώ στην κόλαση; … ρώτησε στο τέλος. Εκείνη τη στιγμή μια γάτα, έφερε μια στροφή, στο πάτωμα του μαγαζιού και γύρω από τον εαυτό της, σαν κάτι να την απασχολεί. Νιαούρισε ελαφρώς και κοίταξε μελαγχολικά προς την πόρτα. Αφού διαπίστωσε – για άλλη μια φορά στην ζωή της – ότι ήταν κλειστή, ανέβηκε από τη σιδερένια σκάλα στο πατάρι. …………… Πήγε στη πίσω γωνία, που ήταν το «τζού-μπόξ» και έριξε ένα κέρμα. Μια φθαρμένη πλάκα άρχισε να κατεβαίνει αργά – αργά, και σε λίγο ακούστηκε βραχνή να βγαίνει, η φωνή του Καζαντζίδη.
-Υπάρχωωω …, υπάρχωωω ……. έλεγε.
-Υπάρχωωω …, υπάρχωωω ……. έλεγε.
Φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος τραγουδιστής άρεζε πολύ στα δυο αδέλφια. Γιατί η αδελφή τον, είχε αλλάξει το όνομά της, και είχε πάρει ένα όνομα από κάποιο τραγούδι τον ! ‘Ενα όνομα πολύ ερωτικό και ανατολίτικο, την έλεγαν Μαντουβάλα. Πριν τον πόλεμο, όταν υπήρχαν ακόμη αληθινοί μάγκες και αλήτες με φιλότιμο, ο Σώτος είχε ένα γραμμόφωνο. Εκεί ακούγονταν για πρώτη φορά ρεμπέτικα τραγούδια, τραγούδια της μετανάστευσης στην Αμερική και της προσφυγιάς. Τραγουδιστές σαν το Γιώργο Κατσαρό, τον Κωστή και τη Μαρίκα Παπαγκίκα. Τραγούδια σαν το παρακάτω. Αυτό είναι βγαλμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή :
«Κάηκε κι ένα σχολείο που ήταν παρθεναγωγείο,
κάηκε το Γαλαξίδι που ήταν όμορφο στολίδι,
κάηκε και η δασκάλα που ήταν άσπρη σα το γάλα,
βρε … έκαψε και το ρινοδίκη που ήταν σοβαρός στη δίκη,
κάηκε κι ο εισαγγελέας που ‘ταν τσίφτης της παρέας.»
«Κάηκε κι ένα σχολείο που ήταν παρθεναγωγείο,
κάηκε το Γαλαξίδι που ήταν όμορφο στολίδι,
κάηκε και η δασκάλα που ήταν άσπρη σα το γάλα,
βρε … έκαψε και το ρινοδίκη που ήταν σοβαρός στη δίκη,
κάηκε κι ο εισαγγελέας που ‘ταν τσίφτης της παρέας.»
Ξανακάθισε κοντά στην αδελφή του. Μετά από ένα σύντομο αντάλλαγμα, μερικών ασυνάρτητων -κυρίως- λέξεων, η παρέα πήρε το γνώριμό της, λίγο αινιγματικό, ανέκφραστο και αμίλητο ύφος της. Η γριά απέναντι, καθισμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, είχε πάρει στα πόδια της μια χοντρομπαλού γάτα, και την χάιδευε, σαν να ήταν παιδί της. Δεν μιλούσε. Οι σοφοί μαθαίνουν σ’ αυτή τη ζωή ότι τα λόγια είναι φτώχεια.
Η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά και δημιουργούσε το κατάλληλο κλίμα, που νόμιζες ότι ξυπνούσε, κάποιες από τις αναμνήσεις του παρελθόντος. ‘Όμως αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση . . ., αυτός ο ήχος ήταν μόνο μια αναλαμπή. Μια αναλαμπή σαν αυτή που κάνουν και τ’ αστέρια, λίγο πριν σβήσουν και χαθούν για πάντα .. . Είχε περάσει μία εβδομάδα, μετά από εκείνη τη συνάντηση. Ο Θύμιος είχε επιστρέψει στο ψυχιατρείο. Τα δυο αδέλφια, περνώντας εκείνη τη μέρα από την ταβέρνα την βρήκαν κλειστή. Πάνω στη μπλε, βαμμένη με λαδομπογιά, πόρτα, υπήρχε κολλημένο, το ασπρόμαυρο πένθιμο χαρτί της κηδείας. Η αγαθή γερόντισσα είχε πεθάνει. Το χαρτί έγραφε επάνω εκνευριστικά: «Στην αγαπημένη μας ΣΩΤΑΙΝΑ» … και παρακάτω τίποτε άλλο.
… Είχε πάρει αυτό το όνομα – το όνομα του άντρα της -ακόμα και στο θάνατο . . . Σώταινα την έλεγε όλος ο κόσμος. Και καθώς τα χρόνια περνούσαν, λησμονήθηκε πλέον το δικό της .. . Ξεχασμένη και μόνη απ’ όλους, είχε πεθάνει, και είχε πάρει τη θέση της, στον παράδεισο, δίπλα στις άλλες αγαθές υπάρξεις. Μια θέση ίσως (γιατί όχι;) δίπλα στις άλλες αγαθές ρεμπέτισσες που πέρασαν από την ψεύτικη αυτή ζωή, με τους αχάριστους ανθρώπούς της. Τέτοια σεμνή και ρεμπέτικη, ήταν η ζωή της. Το μαγαζί εκείνο, από τότε γκρεμίστηκε. Εξαλείφθηκε από τη μέση εκείνη η βρωμιά . . ., και εξυγιάνθηκε – καθαρίστηκε και καυτηριάστηκε το σπυρί με το πύων – η κοινωνία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου